- χρηστόφιλος
- -ον, Α1. αυτός που έχει χρηστούς φίλους2. έμπιστος φίλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -φίλος (< φίλος*), πρβλ. πονηρό-φιλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρηστόφιλος — possessed of good friends masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
χρηστοφιλία — ἡ, Α [χρηστόφιλος] φιλία με χρηστούς ανθρώπους … Dictionary of Greek